βιωσιμος

βιωσιμος
    βιώσιμος
    βιώσῐμος
    2
    стоящий или могущий быть прожитым
    

τί γάρ μοι τῆσδ΄ ἄτερ βιώσιμον ; Soph. — как могу я жить без нее?;

    οὐκ ἂν ἦν βιώσιμα ἀνθρώποισι Her. — существование людей было бы невозможно;
    ὅ λοιπὸς β. χρόνος Eur. — остаток жизни


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "βιωσιμος" в других словарях:

  • βιώσιμος — to be lived masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιώσιμος — η, ο (AM βιώσιμος, ον) αυτός που έχει πιθανότητες ή δυνατότητες να επιζήσει αρχ. 1. εκείνος που μπορεί ή που αξίζει να ζήσει 2. (για χρόνο) αυτός τον οποίο πρέπει κανείς να περάσει στη ζωή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος ή βίοτος με επίδραση του θ. βιω… …   Dictionary of Greek

  • βιώσιμος — η, ο 1. αυτός που έχει πιθανότητες να ζήσει, που μπορεί να ζήσει: Τα πρόωρα βρέφη παλαιότερα δύσκολα ήταν βιώσιμα. 2. μτφ., η πιθανότητα να επιβιώσει κάτι κυρίως οικονομικά: Φοβάμαι πως η επιχείρηση δεν είναι βιώσιμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βιωσίμως — βιώσιμος to be lived adverbial βιώσιμος to be lived masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιώσιμον — βιώσιμος to be lived masc/fem acc sg βιώσιμος to be lived neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιωσίμου — βιώσιμος to be lived masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιωσίμους — βιώσιμος to be lived masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιωσίμων — βιώσιμος to be lived masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιώσιμα — βιώσιμος to be lived neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιώσιμοι — βιώσιμος to be lived masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γόνιμος — η, ο (AM γόνιμος, ον) [γόνος] 1. ικανός να γεννάει, να παράγει, παραγωγικός, εύφορος 2. δημιουργικός, εφευρετικός 3. αποτελεσματικός αρχ. 1. γνήσιος 2. αυτός που μπορεί να ζήσει, ο βιώσιμος 3. (στους Πυθαγόρειους για περιττό αριθμό ημερών, μηνών… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»